Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρὸς τὰ ἐπιτήδεια

См. также в других словарях:

  • επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • BAJAE — civitas Campaniae, secus mare sita, a Baio Ulyssis socio illic sepulto. Strab. l. 5. Τὰς δὲ Βαΐας ἐπωνύμους εἶναι λέγουςι Βαίου, καὶ τὸ Μιςηνὸν Μιςηνοὺ τῶ Ο᾿δυςςέως ἑταίρων τινῶν. Sil. Italicus l. 12. v. 113. Ille tepentes Unde ferant nomen Baiae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AMA — Graece Α῎μη, Latine Batillus, seu potius Vatillum. Duas autem res ἄμη significabat, olim apud Graecos, et instrumentum fossorium cui simile est et illud quod ad ignem paratum est, et vas tenendae aquae aptum, sicut plane et σκάφν et σναφεῖον: nam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • τριχώδης — ες / τριχώδης, ῶδες, ΝΑ [θρίξ, τριχός] όμοιος με τρίχα, τριχοειδής νεοελλ. γεμάτος τρίχες, τριχωτός αρχ. 1. αναμεμιγμένος με τρίχες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν]… …   Dictionary of Greek

  • Βακχυλίδης — (Ιουλίδα Κέας 518; – περ. 450 π.Χ.). Χορικός λυρικός ποιητής. Γιος της αδελφής του Σιμωνίδη του Κείου, άκμασε γύρω στο 467 π.Χ. (κατά το Χρονικόν του Ευσεβίου) και φαίνεται πως πέθανε κατά τα μέσα του 5ου αι. Το έργο του έγινε γνωστό το 1896,… …   Dictionary of Greek

  • μαγδαλένιο — Προϊστορικός πολιτισμός της ανώτερης βαθμίδας της παλαιολιθικής εποχής, που είχε διαδοθεί στη Γαλλία από τα Πυρηναία έως τις βόρειες ακτές και σε μεγάλο τμήμα της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης (έως την Πολωνία και την Ουκρανία)· στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»